- κατράμωμα
- το, -ατοςεπάλειψη με πίσσα: Ασχολείται με το κατράμωμα της βάρκας.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
κατράμωμα — και κατράνωμα, το [κατραμώνω] επάλειψη ή εμπότιση με κατράμι … Dictionary of Greek
κέδρωση — η [κεδρώνω] η επάλειψη με κεδρία, το πίσσωμα, το κατράμωμα … Dictionary of Greek
πίσσωμα — το, Ν το αποτέλεσμα τού πισσώνω, επάλειψη με πίσσα, κατράμωμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < πισσώνω. Η λ. μαρτυρείται από το 1896 στον Ν. Παπαδόπουλο] … Dictionary of Greek